.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Εντασσόμενο στο γενικό προβληματισμό περί των προϋποθέσεων και συνεπειών των συλλογικών δράσεων (πεδίο που στις μέρες μας θεραπεύεται από τον κλάδο της Συγκρουσιακής Πολιτικής), το κείμενο αυτό συνδιαλέγεται οργανικά με την παλαιά, και σχετικά γνώριμη, βιβλιογραφία των καθεστωτικών αλλαγών. Το εγχείρημα δεν είναι απλό: χρόνιος κατακερματισμός των υπο-περιοχών της συγκριτικής πολιτικής, συχνά για λόγους ασύμβατους προς τη γνωστική και ερευνητική πρόοδο, έτεινε να συσκοτίσει κοινές περιοχές και προβληματισμούς με απώτερο, αν και όχι αυτόχρημα πρόδηλο, αποτέλεσμα τη θεωρητική συρρίκνωση. Στην παθολογία αυτή, η Συγκρουσιακή Πολιτική απάντησε με μια προσέγγιση κριτικής συμπερίληψης: μια προσπάθεια συνδυαστικής αξιοποίησης των πορισμάτων όμορων κλάδων. Το κείμενο αυτό επιχειρεί μια παρόμοια θεωρητική γεφύρωση με αφορμή και εμπειρικό-ερευνητικό υπόβαθρο την εξέγερση του Πολυτεχνείου –συμβάν με κρίσιμες, αν και ακόμη θεωρητικά αδιευκρίνιστες, προεκτάσεις στη διαδικασία κατάρρευσης του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου
Η ελληνική μετάβαση δεν υπήρξε ούτε «συμπεφωνημένη» (Ισπανία), ούτε προϊόν ρήξης (Πορτογαλία). Στη βιβλιογραφία περί καθεστωτικών αλλαγών θεωρείται υποδειγματική μιας ειδικής -sui generis- περίπτωσης με κύριο γνώρισμα τον ειρηνικό και συναινετικό χαρακτήρα της. Αν και ελέγχεται, η πραγματολογία της περιγραφής δεν είναι ανακριβής. Είναι όμως αφόρητα στατική και ως εκ τούτου ρηχή. Το κείμενο υποστηρίζει ότι οι καταβολές του προβλήματος είναι κατά βάση θεωρητικές. Υιοθετώντας μια αποκλειστικά θεσμική εστία, η βιβλιογραφία των μεταβάσεων κόμισε πλούτο πληροφοριών περί των κινήσεων του επίσημου πολιτικού προσωπικού στο μικρο-επίπεδο, απέτυχε όμως να τις εγγράψει σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο. Κύριο θύμα αυτής της πρακτικής υπήρξαν οι συλλογικές δράσεις που, με την εξαίρεση των πιο κραυγαλέων περιπτώσεων (όπως η Πορτογαλική), τυπικά έμειναν έξω από το βασικό θεωρητικό καμβά. Με εστία την ελληνική εμπειρία, το κείμενο επιχειρεί την επανένταξή τους για τρεις βασικούς λόγους:
Ο πρώτος έγκειται στο γεγονός ότι, σε περιπτώσεις όπως η ελληνική, αν και οι συλλογικές δράσεις δεν «έριξαν» τα δικτατορικά καθεστώτα, διαμόρφωσαν ωστόσο το πλαίσιο εντός του οποίου αναλήφθηκαν όλες οι θεσμικές πρωτοβουλίες, που σε μεγάλο βαθμό προσδιορίστηκαν από συλλογικές δράσεις που έλαβαν χώρα σε προηγούμενο χρόνο, ενώ εξίσου κρίσιμες υπήρξαν και οι προβαλλόμενες ενδεχομενικές δυναμικές: η σημασία συλλογικών δράσεων που επέδρασαν χωρίς καν να αναληφθούν: ο Καραμανλής, λ.χ., δεν θα συμπεριφερόταν με τον «προσεκτικό» τρόπο που συμπεριφέρθηκε αν δεν εκτιμούσε -υπό το φως του Πολυτεχνείου, αλλά και των προδικτατορικών μαχητικών συλλογικών δράσεων-  ότι αυτές θα μπορούσαν κάλλιστα να επαναληφθούν. Ο δεύτερος συναφής λόγος είναι ευθέως μεθοδολογικός, και αφορά τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε την αιτιότητα: απαιτείται, συγκεκριμένα, μια κατανόησή της ως αλληλουχίας κομβικών συμβάντων (path dependency) -προσέγγισης που αντιλαμβάνεται τις εξελίξεις ως αιτιώδεις αλυσίδες: ο τελευταίος κρίκος πριν το αποτέλεσμα που μας ενδιαφέρει (εν προκειμένω μια καθεστωτική αλλαγή) είναι πρόδηλα σημαντικός, όμως για να επέλθει προϋποτίθενται και όλοι οι προηγούμενοι. Και ένας τρίτο λόγος είναι ότι η επίδραση των συλλογικών δράσεων δεν είναι ποτέ δυνατόν να προσεγγίζεται βραχυπρόθεσμα. Η επίδρασή τους εκτείνεται στο χρόνο καθώς επιδρούν πολλαπλώς και σε πολλαπλά επίπεδα, συχνά σε τομείς που οι συλλογικοί δρώντες δεν προβλέπουν, δεν σχεδιάζουν ή και δεν φαντάζονται, αλλά που δεν είναι, για το λόγο αυτό, και λιγότερο καίριοι.

            Προκειμένου για το Πολυτεχνείο, εξετάζονται διεξοδικά: η χρονική συγκυρία της ανάληψης των δράσεων· η συλλογική ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά των εμπλεκομένων· οι μορφές οργάνωσης που επέλεξαν· καθώς και το διεκδικητικό τους ρεπερτόριο. Το κείμενο καταλήγει με πρώτες σκέψεις για την επίδρασή του: Εκτός από το ότι αποκάλυψε το ρηχό χαρακτήρα του «δημοκρατικού» ανοίγματος του δικτάτορα Παπαδόπουλου επιταχύνοντας τις εξελίξεις προς την εγκαθίδρυση ενός ποιοτικά καλύτερου κοινοβουλευτισμού, το Πολυτεχνείο έφερε στο προσκήνιο νέες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και ενέπνευσε νέες μορφές διεκδικητικής πολιτικής, νέες συμπεριφορές και νέες προσδοκίες.